- εὐμετάγνωτος
- εὐμετά-γνωτος, ον,A fickle, Vett. Val.304.28 (nisi leg. -γνωστος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευμετάγνωτος — εὐμετάγνωτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ο άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα γιγνώσκω «αλλάζω γνώμη»] … Dictionary of Greek
εὐμετάγνωτον — εὐμετάγνωτος fickle masc/fem acc sg εὐμετάγνωτος fickle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)